- ἀφιλοικτίρμων
- ἀφιλοικτίρμωνunmercifulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφιλοικτίρμων — ἀφιλοικτίρμων ( ονος), ον (Μ) αυτός που δεν είναι φιλεύσπλαχνος … Dictionary of Greek
ἀφιλοικτίρμονα — ἀφιλοικτίρμων unmerciful neut nom/voc/acc pl ἀφιλοικτίρμων unmerciful masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοικτιρμόνων — ἀφιλοικτίρμων unmerciful gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοικτιρμόνως — ἀφιλοικτίρμων unmerciful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοικτίρμονας — ἀφιλοικτίρμων unmerciful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοικτίρμονες — ἀφιλοικτίρμων unmerciful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοικτίρμονος — ἀφιλοικτίρμων unmerciful gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)